καπνοκαλλιεργητικός

καπνοκαλλιεργητικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καπνοκαλλιέργεια και στον καπνοκαλλιεργητή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”